ανδρωθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανδρωθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανδρώνομαι
- θα ανδρωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανδρώνομαι
- να ανδρωθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανδρώνομαι