αναψοκοκκινίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναψοκοκκινίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναψοκοκκινίζω
- θα αναψοκοκκινίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναψοκοκκινίζω
- να αναψοκοκκινίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναψοκοκκινίζω