Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ανατρέξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανατρέχω
  2. θα ανατρέξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανατρέχω
  3. να ανατρέξει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανατρέχω