ανατιμήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανατιμήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανατιμώ
- θα ανατιμήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανατιμώ
- να ανατιμήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανατιμώ