Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασυνδέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ανασυνδέω

  • συνδέω ξανά, φέρνω μαζί δύο πράγματα και τα ενώνω πάλι ή τα ξαναφέρνω σε επαφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία