αναπυροδοτούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααναπυροδοτούμαι
- (σπάνιο) παθητική φωνή του ρήματος αναπυροδοτώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπυροδοτούμαι | αναπυροδοτούμουν | θα αναπυροδοτούμαι | να αναπυροδοτούμαι | ||
β' ενικ. | αναπυροδοτείσαι | αναπυροδοτούσουν | θα αναπυροδοτείσαι | να αναπυροδοτείσαι | ||
γ' ενικ. | αναπυροδοτείται | αναπυροδοτούνταν | θα αναπυροδοτείται | να αναπυροδοτείται | ||
α' πληθ. | αναπυροδοτούμαστε | αναπυροδοτούμασταν αναπυροδοτούμαστε |
θα αναπυροδοτούμαστε | να αναπυροδοτούμαστε | ||
β' πληθ. | αναπυροδοτείστε | αναπυροδοτούσασταν αναπυροδοτούσαστε |
θα αναπυροδοτείστε | να αναπυροδοτείστε | αναπυροδοτείστε | |
γ' πληθ. | αναπυροδοτούνται | αναπυροδοτούνταν | θα αναπυροδοτούνται | να αναπυροδοτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπυροδοτήθηκα | θα αναπυροδοτηθώ | να αναπυροδοτηθώ | αναπυροδοτηθεί | ||
β' ενικ. | αναπυροδοτήθηκες | θα αναπυροδοτηθείς | να αναπυροδοτηθείς | αναπυροδοτήσου | ||
γ' ενικ. | αναπυροδοτήθηκε | θα αναπυροδοτηθεί | να αναπυροδοτηθεί | |||
α' πληθ. | αναπυροδοτηθήκαμε | θα αναπυροδοτηθούμε | να αναπυροδοτηθούμε | |||
β' πληθ. | αναπυροδοτηθήκατε | θα αναπυροδοτηθείτε | να αναπυροδοτηθείτε | αναπυροδοτηθείτε | ||
γ' πληθ. | αναπυροδοτήθηκαν αναπυροδοτηθήκαν(ε) |
θα αναπυροδοτηθούν(ε) | να αναπυροδοτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναπυροδοτηθεί | είχα αναπυροδοτηθεί | θα έχω αναπυροδοτηθεί | να έχω αναπυροδοτηθεί | αναπυροδοτημένος | |
β' ενικ. | έχεις αναπυροδοτηθεί | είχες αναπυροδοτηθεί | θα έχεις αναπυροδοτηθεί | να έχεις αναπυροδοτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναπυροδοτηθεί | είχε αναπυροδοτηθεί | θα έχει αναπυροδοτηθεί | να έχει αναπυροδοτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπυροδοτηθεί | είχαμε αναπυροδοτηθεί | θα έχουμε αναπυροδοτηθεί | να έχουμε αναπυροδοτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναπυροδοτηθεί | είχατε αναπυροδοτηθεί | θα έχετε αναπυροδοτηθεί | να έχετε αναπυροδοτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπυροδοτηθεί | είχαν αναπυροδοτηθεί | θα έχουν αναπυροδοτηθεί | να έχουν αναπυροδοτηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπυροδοτούμαι
|
Πηγές
επεξεργασία- αναπυροδοτούμαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)