Ετυμολογία

επεξεργασία
αναξιοπρεπώς < άναξιοπρεπῶς στην καθαρεύουσα

  Επίρρημα

επεξεργασία

αναξιοπρεπώς

  1. με μη αξιοπρεπή τρόπο, με μη αρμόζοντα τρόπο, χωρίς να γίνεται αυτό που πρέπει, αυτό που αξίζει, με τρόπο που προσβάλλει την αξιοπρέπεια
    Τραγική αυτοκτονία άνεργου πατέρα από τη Θεσσαλονίκη που δεν άντεξε να ζει αναξιοπρεπώς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία