αναξιοπρεπώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναξιοπρεπώς < άναξιοπρεπῶς στην καθαρεύουσα
Επίρρημα
επεξεργασίααναξιοπρεπώς
- με μη αξιοπρεπή τρόπο, με μη αρμόζοντα τρόπο, χωρίς να γίνεται αυτό που πρέπει, αυτό που αξίζει, με τρόπο που προσβάλλει την αξιοπρέπεια
- Τραγική αυτοκτονία άνεργου πατέρα από τη Θεσσαλονίκη που δεν άντεξε να ζει αναξιοπρεπώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναξιοπρεπώς
|