αναμασήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναμασήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναμασώ
- θα αναμασήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναμασώ
αναμασήσουν