Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αναλώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναλίσκω
  2. θα αναλώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναλίσκω