αναλώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααναλώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναλίσκω
- θα αναλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναλίσκω
- να αναλώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναλίσκω