Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανακυκλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανακυκλώνω
  2. θα ανακυκλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακυκλώνω
  3. να ανακυκλώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακυκλώνω