ανακυκλώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ανακυκλώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανακυκλώνω
- θα ανακυκλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακυκλώνω
- να ανακυκλώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακυκλώνω