Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία

ανακουφίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακουφίζω
  2. θα ανακουφίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακουφίζω