Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανακατώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανακατώνω
  2. θα ανακατώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακατώνω
  3. να ανακατώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακατώνω