αναθερμάνει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναθερμάνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναθερμαίνω
- θα αναθερμάνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναθερμαίνω
- να αναθερμάνει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναθερμαίνω