αναδιπλασιάσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναδιπλασιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναδιπλασιάζω
- θα αναδιπλασιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναδιπλασιάζω
- να αναδιπλασιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναδιπλασιάζω