αναγνώσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααναγνώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγινώσκω
- θα αναγνώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγινώσκω
αναγνώσουν