αναγκαστούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααναγκαστούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγκάζομαι
- θα αναγκαστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγκάζομαι
αναγκαστούν