αναβαθμίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναβαθμίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναβαθμίζω
- θα αναβαθμίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναβαθμίζω
- να αναβαθμίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναβαθμίζω