αμοληθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αμοληθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμολιέμαι
- θα αμοληθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμολιέμαι
- να αμοληθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμολιέμαι