Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αμνηστεύσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμνηστεύω
  2. θα αμνηστεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμνηστεύω