Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αμελήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμελώ
  2. θα αμελήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμελώ