αμελήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αμελήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμελώ
- θα αμελήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμελώ
- να αμελήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμελώ
αμελήσει