Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλμανάχ < → δείτε τη λέξη αλμανάκ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλμανάχ ουδέτερο άκλιτο