αλληλογραφήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αλληλογραφήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληλογραφώ
- θα αλληλογραφήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληλογραφώ