Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλληλογραφήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληλογραφώ
  2. θα αλληλογραφήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληλογραφώ