Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλληθωρίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληθωρίζω
  2. θα αλληθωρίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληθωρίζω