Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλιεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλιεύω
  2. θα αλιεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλιεύω
  3. να αλιεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλιεύω