αλιεύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αλιεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλιεύω
- θα αλιεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλιεύω
- να αλιεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλιεύω