Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αληθέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αληθεύω
  2. θα αληθέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αληθεύω
  3. να αληθέψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αληθεύω