αληθέψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αληθέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αληθεύω
- θα αληθέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αληθεύω
- να αληθέψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αληθεύω