αλείψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αλείψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλείφω
- θα αλείψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλείφω
- να αλείψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλείφω
αλείψει