αλά γκαρσόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλά γκαρσόν < γαλλική à la garçonne < garçon < μεσαιωνική λατινική garciō < φραγκική *wrakjō (υπηρέτης, αγόρι) < πρωτογερμανική *wrakjô (εξόριστος, εκτοπισμένος, φυγάς, πολεμιστής)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αλά γκαρσόν
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του α λα γκαρσόν
Πηγές επεξεργασία
- αλαγκαρσόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- α λα γκαρσόν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλά γκαρσόν
|