Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλά γκαρσόν < γαλλική à la garçonne < garçon < μεσαιωνική λατινική garciō < φραγκική *wrakjō (υπηρέτης, αγόρι) < πρωτογερμανική *wrakjô (εξόριστος, εκτοπισμένος, φυγάς, πολεμιστής)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αλά γκαρσόν

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία