Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλάργο < λείπει η ετυμολογία
(πιθανόν απο το ιταλικό (λατινικό) al largo = μακρια , στην ανοιχτή θάλασσα

  Επίρρημα επεξεργασία

αλάργο