ακτινοβολήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ακτινοβολήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακτινοβολώ
- θα ακτινοβολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακτινοβολώ
- να ακτινοβολήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακτινοβολώ