Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακτινοβολήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακτινοβολώ
  2. θα ακτινοβολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακτινοβολώ
  3. να ακτινοβολήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακτινοβολώ