Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακροβολιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακροβολίζομαι
  2. θα ακροβολιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακροβολίζομαι
  3. να ακροβολιστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακροβολίζομαι