Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακριβοδίκαια < ἀκριβοδικαίως στην καθαρεύουσα < από το ουδέτερο του ἀκριβοδίκαιος + την επιρρηματική κατάληξη -ως < αρχαία ελληνική ή (ελληνιστική κοινή) ἀκριβοδίκαιος

  Επίρρημα επεξεργασία

ακριβοδίκαια

  • με ιδιαίτερα δίκαιο τρόπο που να μην αδικεί κανένα

  Μεταφράσεις επεξεργασία