Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακονιστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακονίζομαι
  2. θα ακονιστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακονίζομαι