Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακονιστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακονίζομαι
  2. θα ακονιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακονίζομαι
  3. να ακονιστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακονίζομαι