ακονιστεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ακονιστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακονίζομαι
- θα ακονιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακονίζομαι
- να ακονιστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακονίζομαι