Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακάθεκτα < ακάθεκτος

  Επίρρημα επεξεργασία

ακάθεκτα

  1. με μεγάλη ορμητικότητα, χωρίς να μπορεί κάποιος να ανασχέσει τη συγκεκριμένη πορεία
  2. ακατάπαυστα, ασταμάτητα, καταιγιστικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία