Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αθροίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αθροίζω
  2. θα αθροίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αθροίζω
  3. να αθροίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αθροίζω