αδροπληρώσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αδροπληρώσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αδροπληρώνω
- θα αδροπληρώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αδροπληρώνω