Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδρανές αέριο < → δείτε τις λέξεις αδρανές και αέριο

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αδρανές αέριο ουδέτερο

  • (χημεία): οποιοδήποτε αέριο που υπό κανονικές συνθήκες παρουσιάζει μηδενική αντιδραστικότητα.

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ως αδρανή αέρια χαρακτηρίζονται τα ευγενή αέρια και επιπρόσθετα το άζωτο και το διοξείδιο του άνθρακα.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία