αδείπνητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδείπνητα < αδείπνητος
Επίρρημα επεξεργασία
αδείπνητα
- χωρίς να δειπνήσει (κανείς)
- τον έστειλε στο κρεβάτι αδείπνητα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδείπνητα
|
αδείπνητα
|