αγριοκοιταχτούμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααγριοκοιταχτούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγριοκοιτάζομαι
- θα αγριοκοιταχτούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγριοκοιτάζομαι