Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγριοκοιταχτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγριοκοιτάζομαι
  2. θα αγριοκοιταχτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγριοκοιτάζομαι
  3. να αγριοκοιταχτεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγριοκοιτάζομαι