Ετυμολογία

επεξεργασία
αγρινόν < λείπει η ετυμολογία
Συγκρίνετε με το αγρινό.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγρινόν ουδέτερο

  • (θηλαστικό ζώο) είδος άγριου πρόβατου
    ※  Η παράδοσις αναφέρει ότι πέντε από τα αγρινά αυτά κάθε χρόνο ήρχοντο και έστεκαν σε ένα βράχο, κοντά στη μάνδρα. Οι Άγιοι Ηλιόφωτοι έπερναν τα τρία και τα έσφαζαν, τα δε δύο τα άφηναν ελεύθερα. Τούτο γινόταν γι’ αρκετά χρόνια ώσπου μια χρονιά μέθυσαν οι άγιοι και έσφαξαν και τα πέντε. Κι’ από τότε δεν εμφανίστηκαν τα αγρινά.
    Κ. Α. Ιωαννίδης, Παράδοσις για τ' αγρινά, Μαθητική Εστία, έτος Δ, (1954), αρ. 11, σελ. 87 - 88 μέσω του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας