Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγοραστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγοράζομαι
  2. θα αγοραστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγοράζομαι
  3. να αγοραστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγοράζομαι