αγοραστεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αγοραστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγοράζομαι
- θα αγοραστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγοράζομαι
- να αγοραστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγοράζομαι