αγλειμάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγλειμάρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγλειμάρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) ατονία λόγω άδειου στομαχιού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.