αγκιστρωθούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αγκιστρωθούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγκιστρώνομαι
- θα αγκιστρωθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγκιστρώνομαι