Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγιάζω
  2. θα αγιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγιάζω