Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αγιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγιάζω
  2. θα αγιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγιάζω
  3. να αγιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγιάζω