Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αγαλλιάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγαλλιάζω
  2. θα αγαλλιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγαλλιάζω