αγαλλιάσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααγαλλιάσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγαλλιάζω
- θα αγαλλιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγαλλιάζω
αγαλλιάσουν